προσοφθαλμιώ

προσοφθαλμιώ
-άω, Α
προσβλέπω κάτι με πόθο ή επιθυμία, εποφθαλμιώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὀφθαλμιῶ «βλέπω με φθόνο την ευτυχία άλλου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”